σούρνω — Ν βλ. σέρνω … Dictionary of Greek
σούρνω — βλ. σέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα … Dictionary of Greek
σουσούμι — το, Ν 1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.) 2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου 3. παρατσούκλι, παρωνύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν +… … Dictionary of Greek
σούργελο — το, Ν άκλ. πρόσωπο που επισύρει τον χλευασμό ή την αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω / σούρνω + γέλιο] … Dictionary of Greek
σούρτα φέρτα — τα, Ν 1. τα πηγαινέλα 2. συχνές επισκέψεις 3. μάταιη, άσκοπη ενέργεια, χαμένος κόπος («άφησε τα σούρτα φέρτα και στρώσου στη δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρ τα φέρ τα, προστακτ. τών ρ. σούρνω (βλ. λ. σέρνω) και φέρνω] … Dictionary of Greek